- πολύβοτον
- πολύβοτοςmuch-nourishingmasc/fem acc sgπολύβοτοςmuch-nourishingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύβοτος — ον, Α 1. πολύτροφος 2. αυτός που έχει πολλούς τόπους κατάλληλους για βοσκή («γῆν πολύκαρπον καὶ πολύβοτον», Δίον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βοτος (< βόσκω), πρβλ. εύ βοτος] … Dictionary of Greek